τυφλοῦμαι

τυφλοῦμαι
τυφλόω
blind
pres ind mp 1st sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • τυφλώνω — τυφλῶ, όω, ΝΜΑ [τυφλός] καθιστώ κάποιον τυφλό, στερώ από κάποιον την όραση (α. «τόν τύφλωσαν με πυρωμένο σίδερο» β. «τοὺς δὲ δούλους οἱ Σκύθαι πάντας τυφλοῡσι τοῡ γάλακτος εἵνεκεν τοῡ πίνουσι», Ηρόδ.) νεοελλ. 1. (για ισχυρό φως) σκοτίζω, αμβλύνω… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”